ΘΕΑΤΡΟ

Ο αλήτης και χασικλής, ο γυναικάς και γυρολόγος

15.10.2018, 06:49 | Ετικέτες:  θέατρο, ηθοποιοί, μουσική, Ιστορία

Συντάκτης: Γρηγόρης Ιωαννίδης

Ηταν μια πολύ όμορφη στιγμή για το θέατρό μας η σύμπτωση της επιστροφής του Θανάση Παπαγεωργίου στη «Στοά» –από τα ιστορικότερα, θυμίζω, θέατρα του τόπου μας– με την παρουσίαση ενός έργου που όλοι υποψιαζόμαστε ότι αποτελούσε διακαή πόθο του. Ας μη δούμε λοιπόν την παράσταση αυτή μόνο «ρεπερτοριακά». Απ’ αυτήν την άποψη το «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» δεν είναι παρά ένας ακόμη -ακόμη ένας- αυτοβιογραφικός μονόλογος που συνδέεται με το ρεμπέτικο, ένας ανάμεσα στους αρκετούς άλλους που επιχειρεί να ζωντανέψει στη σκηνή χαρακτήρες του λαϊκού πάλκου. Αν υπάρχει πρωτοτυπία στο έργο της Νάνσης Τουμπακάρη (βασισμένο στο βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου), αυτή βρίσκεται στο ότι αυτή τη φορά έχουμε επί σκηνής κάποιο ανδρικό πρόσωπο της μυθολογίας, σε αντίθεση με τα πολλά γυναικεία που είδαμε στο θέατρό μας τα τελευταία χρόνια.

Για τους λόγους του σχετικού εσμού στη σκηνή μας τα τελευταία χρόνια δεν χρειάζονται βέβαια πολλές εξηγήσεις. Ο μονόλογος σε αυτήν την περίπτωση αποτελεί μια ασφαλή λύση για όποιον πρωταγωνιστή του θεάτρου μας ζητάει να αποκτήσει δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στο κοινό του, την ευκαιρία για ένα εκ μέρους του ρεσιτάλ «εμψύχωσης» (το ανάλογο αυτού που στον κινηματογράφο ονομάζουμε «οσκαρικό ρόλο») και ακόμη παραπέρα τις βάσεις για μια παράσταση ευέλικτη, που εύκολα θα ανεβεί, θα μετακινηθεί, θα περιοδεύσει και γενικά θα αρέσει. Αν το κείμενο από κάτω είναι γερό (όπως συμβαίνει συνήθως), το πρόσωπο γνωστό, αλλά και με ενδιαφέρουσες «αδιερεύνητες» πλευρές, και ο ερμηνευτής έμπειρος και αναγνωρίσιμος, κανείς δεν αμφιβάλλει για την επιτυχία του όλου παλίμψηστου.

Αν πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο ο «Μάρκος» της «Στοάς», είναι καταρχήν γιατί πέρα από την ίδια την παράσταση -στην οποία ασφαλώς θα επανέλθω στη συνέχεια- υπενθυμίζει σε όλους τη θέση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη στην ιστορία, την κοινωνία, στο παρόν και το μέλλον μας. Τα απομνημονεύματα του Βαμβακάρη είναι η μνήμη και το ήθος μιας Ελλάδας που υπήρξε, έζησε και δημιούργησε ενάντια στους κρατικούς, επίσημους μηχανισμούς αποκάθαρσης και λήθης – κι αν το καλοσκεφτούμε, πρόκειται για θαύμα. Πιθανόν, ωστόσο, χρειάζεται να προχωρήσουμε παραπέρα. Πίσω από την πλατιά, «κάθετη» αναγνώριση που προσέφεραν στις λαϊκές του εκφράσεις (ή να πούμε καλύτερα στις εκφράσεις των «από κάτω») σαν αντιδάνειο οι έντεχνες -και αστικοποιημένες- εκδοχές της, πρέπει να μεταφερθούμε σε ένα περιβάλλον ανοίκειο, κλειστό, σκοτεινό και ανέλπιδο, για να αντιληφθούμε τις συνθήκες που γέννησαν το ρεμπέτικο.

Με άλλα λόγια, για να αντιληφθούμε τους δημιουργούς του δεν πρέπει μόνο να τους φέρουμε κοντά, αλλά και να σεβαστούμε τη μεταξύ μας απόσταση. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι για τους περισσότερους από εμάς οι άνθρωποι αυτοί στέκουν σαν τα πρόσωπα ενός ηθογραφικού προσκηνίου, που συνειδητά ή και ασυνείδητα τους ωραιοποίησε, τους προσχημάτισε, τους βρήκε γραφικούς, χαριτωμένους ή κωμικούς και ανακάλυψε στην «τέχνη τους» σημάδια ενός υπόκοσμου, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και γοητευτικός όσο στέκει αρκούντως μακριά ώστε να μην αγγίζει και να μη λερώνει.

Αυτός όμως που παρουσιάζεται στη «Στοά» είναι ο βρόμικος Μάρκος Βαμβακάρης: ο αλήτης και χασικλής, ο γυναικάς και γυρολόγος, ένας τυπικά και μεταφορικά αφορισμένος. Για τη μουσική του ιδιοφυΐα έχουν μιλήσουν άλλοι, ειδικότεροι. Μα για την καταραμένη του φύση, που αδυνατούν να κατανοήσουν οι πολλοί, για τις ενοχές και τη μετάνοια που ζητάει από τον κόσμο, για το σκοτεινό ποιητικό σύμπαν που λάμπει στο κέντρο της δημιουργίας του, ποιος να μιλήσει άλλος καλύτερα από το θέατρο; Ο Μάρκος Βαμβακάρης και τα τραγούδια του έγιναν αντικείμενο μαζικής εκτόνωσης: στόλισαν διασκεδάσεις και πανηγύρια, γλέντια, γάμους και βαφτίσεις. Η πραγματικότητά τους όμως βρίσκεται πέρα απ’ αυτά. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο αληθινός, θα στέκει για πάντα μοναχικός τροβαδούρος των παθών του. Οσο κι αν τον βγάλαμε στο φως και τη δημοσιά, το κέντρο του βρίσκεται στο ημίφως και τη μοναξιά του τεκέ, στην εσωτερική ξενιτιά της προσφυγιάς, στο μετέωρο στροβίλισμα γύρω από τον εαυτό του. Οπως και ο χορός του, το ζεϊμπέκικο.

Αυτός είναι ο λόγος που βρήκα τόσο ξεχωριστό το εγχείρημα του Θανάση Παπαγεωργίου. Ξεκινά από μια πολύ ιδιαίτερη κατανόηση του ανθρώπου που θα αναπαραστήσει, κατανόηση όχι μόνο τού τι μπορεί να λεχθεί, αλλά και του τι αξίζει να μείνει στη σιωπή. Σιωπηλός, ήρεμος, κατασταλαγμένος και πιθανόν σωσμένος πια, ο Μάρκος του αφηγείται τα πάθη του με ειλικρίνεια, αμεσότητα και φυσικά με την απίθανη εκείνη εκδοχή των ζωντανών ελληνικών, που κάποτε είχαμε την εξυπνάδα ανάμεσα στα άλλα να απονεκρώσουμε στα σχολεία μας. Η αίσθηση του ρυθμού και της γλώσσας, η ανάσα και η κίνηση του προσώπου σαν ίδιο και αυτό, από τη μεριά του ερμηνευτή Παπαγεωργίου, συνθέτουν ένα σεμινάριο υποκριτικής για τους νέους ηθοποιούς.

Σκηνοθετικά πάλι, η παράσταση ανοίγει σε ενδιαφέρουσες προβολές αποσπασμάτων και οπτικού υλικού, που φανερώνουν τη διάθεση ντοκουμέντου αλλά και την έρευνα στην αληθινή ιστορία. Και ιδεολογικά -γιατί Παπαγεωργίου είναι αυτός- θυμίζει τα ανοιχτά θέατρα των παλιότερων καιρών, που δεν καλούσαν αλλά δεξιώνονταν τους θεατές τους, προσκαλώντας τους σε μια γιορτή αλληλεγγύης και αδελφοσύνης: τα τσιπουράκια εδώ, προς το μέσον της παράστασης, είναι κέρασμα από το χαμόγελο εκείνου του θεάτρου.

Με δυο λόγια, πρόκειται για θαυμάσια δουλειά, αντάξια της ιστορίας του θεάτρου στου Ζωγράφου. Προσέξτε αυτό: Κάποια στιγμή -και δεν μπορεί να είναι μόνο δική μου η αίσθηση– οδηγηθήκαμε στην πλήρη ταύτιση ρόλου και ηθοποιού, σαν να μας μιλούσε ο ίδιος ο Μάρκος… Μα, δεν είναι περίεργο; Σαν να μας μιλούσε κάποιος που στην πραγματικότητα δεν γνωρίσαμε ποτέ σε βάθος, πέρα από τα τραγούδια και τις στημένες εικόνες του, κάποιος που πιθανόν δεν θα συναντούσαμε ποτέ σε όλη μας τη ζωή, ακόμα κι αν περπατούσαμε στην ίδια με αυτόν πόλη.

Αυτό εννοώ όταν μιλώ για θαύμα. Το θέατρο μας έδειξε πως ο Μάρκος είναι ένας γνωστός μας άνθρωπος. Γνωστός γιατί μας μίλησε σιωπηρά με τα τραγούδια του για όσα σιωπούν τα τραγούδια των άλλων. Τον ξέρουμε καλύτερα από πολλούς, τον ξέρουμε, όσο κι όπως γνωρίζουμε βαθιά τον εαυτό μας.