ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΞΕΛΟΥ* ΣΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΩΝ 45 ΧΡΟΝΩΝ ΤΗΣ ΣΤΟΑΣ ΣΤΙΣ 16 ΓΕΝΑΡΗ ΤΟΥ 2016

Κυρίες και κύριοι,

φίλες και φίλοι,

 

Δεν θέλω να πιστέψω ότι και έστω και μία ή ένας από εσάς πέρασε από έξω είδε φως και μπήκε στη Στοά. Τουναντίον πιστεύω ότι όλοι ή σχεδόν όλοι ήρθαμε εδώ σήμερα, 18 Ιανουαρίου 2016, για να πούμε και να εκφράσουμε από καρδιάς ένα διπλό χρόνια πολλά. Χρόνια πολλά στον σχεδόν μισό αιώνα Στοάς και χρόνια πολλά για τον κατ’ εξοχήν  δημιουργό της Θανάση Παπαγεωργίου

Θα ήθελα να κάνω μια αφετηριακή διευκρίνιση, με το όποιο δικαίωμα μου δίνει η σαρανταπεντάχρονη σχέση μου με τη Στοά και ειδικά με τον Θανάση Παπαγεωργίου, σχέση εστιασμένη σε κοινούς αξιακούς τόπους και στόχους, που τόσο αυτός και η Λήδα Πρωτοψάλτη μέσω του θεάτρου, όσο κι εγώ με την Δάφνη Παπασπηλιοπούλου μέσω του βιβλίου, ξεκινήσαμε και επιχειρήσαμε σε πραγματικά χαλεπούς καιρούς.

Η διευκρίνιση αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι αρνούμαι να σταθώ ψυχρός απέναντι στα γεγονότα. Ίσως φταίει ο υποκειμενισμός μου, ίσως φταίει η αλλεργία που μου προκαλούν οι απόψεις περί αντικειμενικότητας, ουδετερότητας, νηφάλιου στοχασμού κ.λ.π., ιδιαίτερα όταν αυτές προέρχονται από τους φερόμενους ως αριστερούς κύκλους διανοουμένων. Χωρίς λοιπόν καθόλου να κρύψω τη λογική του εθελούσια στη μια πλευρά ενταγμένου ατόμου, θα αποτυπώσω εμπαθώς τα λίγα όσα θέλω να σας πω.

Το πρώτο που θέλω να επισημάνω είναι ότι όσο δεν μπορούμε να νοήσουμε τον μύθο της Λήδας άνευ κύκνου, έτσι και στην περίπτωση της Στοάς δεν μπορούμε να νοήσουμε Θανάση άνευ Λήδας. Και σε αυτό είμαι απόλυτος˙ γιατί η σύμπτωση των δύο αυτών πεισματάρηδων, υπήρξε βαθειά και ουσιαστική. Διότι όταν η Λήδα επισημαίνει ότι «πάλευε αφετηριακά να βρει ένα στέκι, να εκφραστεί μακριά από φίρμες, φώτα, διασημότητες, μακριά τέλος πάντων από ό,τι έχει σχέση με πουλάω-αγοράζω-κερδίζω-χάνω» συνέπιπτε απόλυτα με τον Θανάση που σταθερά διακηρύσσει ότι «κάνουμε θέατρο για να δώσουμε λύση στα προβλήματά μας, να απαλλαγούμε από τα φαντάσματα που μας περιτριγυρίζουν, να βγούμε από το βούρκο της καθημερινότητας, να γλυτώσουμε από το ψέμα και την απάτη του πολιτισμού». Μπορεί λοιπόν να μην είναι βέβαιο ότι ο Δίας έγινε κύκνος για τη Λήδα, αλλά απολύτως βέβαιο είναι ότι στη Στοά κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

Το δεύτερο που θέλω να επισημάνω είναι ότι ανεξάρτητα αν ο Θανάσης Παπαγεωργίου είχε διαβάσει Ντιντερό, ο ίδιος και η Στοά εφάρμοσαν την πράξη το κεντρικό του πρόταγμα σύμφωνα με το οποίο: «Η τέχνη δεν έχει καμία υποχρέωση να είναι πολυτέλεια των ακαμάτηδων. Κάθε τέχνη οφείλει να έχει κοινωνική αποστολή και χρησιμότητα». Αυτή η βαθειά εδραιωμένη πεποίθηση είναι που οδηγεί τη Στοά να μην μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τον ενεργό θεατή-παραστάτη. Να μην μπορεί να εννοήσει τη δουλειά της έξω από την κοινωνία, έξω από την πολιτική, έξω από τις αγωνίες και τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων. Να μην μπορεί να διανοηθεί την παρέμβαση της παρά σε συνάρτηση με ορισμένο τόπο και χρόνο οπλισμένη με βαθειά ιστορικότητα, ιθαγένεια και πολιτισμική ταυτότητα. Και είναι αυτό το ουσιαστικό στοιχείο που με κάνει να πιστεύω ότι δεν αποτελεί επετειακό καλό λόγο η άποψή μου ότι στα πλαίσια της ιστορίας και συνέχειας του θεάτρου μας, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, με τις δικές του, φυσικά, ιδιαιτερότητες, έρχεται να στοιχηθεί πίσω από τους μεγάλους δασκάλους μας, τον Χρηστομάνο, τον Πολίτη, τον Ρώτα, τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Μινωτή και τον Βολανάκη.

Το τρίτο που θέλω εμφαντικά να τονίσω είναι το στοιχείο της άγριας ιθαγένειας που χαρακτηρίζει όλον τον πεντηκονταετή κύκλο της Στοάς. Ήδη από την πρώτη δεκαετία, το 1978, ο Τάσος Λιγνάδης είχε εύστοχα επισημάνει: «Η Στοά χτυπάει στη φλέβα της ιθαγένειας και μας δείχνει την ποιότητα και την ποσότητα του νερού, που μπορεί να αναβλύσει σε ένα έδαφος που η ξενόφερτη «παιδεία» μας έχει μάθει να το θεωρούμε άνυδρο. Οι κρυφές δυνάμεις που ξεπηδούν είναι πολυσήμαντες. Επαναλαμβάνω. Επιλογή και προώθηση του ριζικού νεοελληνικού έργου. Σκηνοθεσία που υλοποιεί τα οράματά της με υλικό της ντόπιας πραγματικότητας. Υποκριτική που συγκροτεί τη  μίμηση της πάνω στο ύφος και το ρυθμό της ζωής, κυλάει δίπλα μας και μέσα μας. Τέλος, η έντιμη προσπάθεια για την προσέλκυση του αθώου κοινού, που διδάσκεται να αναγνωρίζει το πρόσωπό του». Και ο χρόνος δικαίωσε την εκτίμηση του, διότι η Στοά δεν κινήθηκε ούτε θέλησε να κινηθεί ποτέ, ούτε στα πλαίσια ενός εθνικολαϊκού πτωχοπροδρομισμού, ούτε μιας εκτός τόπου και χρόνου μεταφοράς μας στο Λουξεμβούργο. Με επίγνωση της θεατρικής μας ιστορίας, φανατικά και βαθειά Ευριπιδιακός, ο σκληρός πυρήνας της Στοάς ήταν σε θέση να αντιληφθεί αυτό που ο Φρειδερίκος Ένγκελς, απευθυνόμενος στους ά-χρονους και ά-τοπους ψευτοδιεθνιστές, μικροευρωπαίους μεταπράτες της εποχής του είχε παρατηρήσει σχετικά με τον Ερρίκο Ίψεν και το έργο του. «Ότι δηλαδή ο Ίψεν έγινε μεγάλος συγγραφέας, όχι παρά την επαρχιακή του γενέτειρα, όχι παρά την μικρή του χώρα, αλλά εξαιτίας αυτής».

Αυτή η λογική του να πατάς στα πόδια σου και να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις είναι που διαπότιζε και διαποτίζει τη Στοά ως συνείδηση του γεγονότος ότι αν έχει αξία η συνέχιση της μεγάλης θεατρικής  μας παράδοσης, αυτή οφείλει να στηρίζεται στην ανάδειξη τη δικής σου πραγματικότητας και όχι στη θλιβερή μεταφορά του Νεοϋορκέζικου ή Παριζιάνικου κοσμοπολιτισμού στους νεοαποικιακούς σταθμούς ανεφοδιασμού του Κολωνακίου ή των Εξαρχείων.

Το τέταρτο που θέλω να επισημάνω είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό που η Λήδα το ονομάζει «Το πείσμα του. Αυτό το πείσμα που μας κράτησε ζωντανούς, γεμάτους κέφι, πάθος, όρεξη και σεβασμό στη δουλειά». Εγώ διαφοροποιούμενος εν μέρει το ονομάζω βαθειά συνείδηση για την αξία της πάλης κόντρα στο ρεύμα.

 

 

Κυρίες και κύριοι ας μην κοροϊδευόμαστε.

Η αξία κάθε ριζοσπαστικής πράξης κρίνεται από την δυνατότητα αντίστασης και σύγκρουσής μας με τις κρατούσες λογικές. Αυτή η πάλη κόντρα στο ρεύμα είναι που κατά τον Μάξιμο Γκόργκι καθορίζει τα επαναστατικά ή όχι χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Και η Στοά αποτελεί μιαν αυθεντική εστία αντιστάσεως, που κάνει υπαρκτή πραγματικότητα το φανταστικό γαλατικό χωριό των Αστερίξ και Οβελίξ. Ο Θανάσης, η Λήδα, η Ελένη Καρπέτα, στα πρώτα βήματα αλλά και οι 358 συνολικά συμμετέχοντας ως ηθοποιοί, συγγραφείς, μουσικοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, χορογράφοι και μεταφραστές στον μισό αιώνα που παρήλθε, δώσανε έναν αγώνα˙ αγώνα πραγματικό, αγώνα κόντρα στο ρεύμα και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.

Κυρίες και κύριοι,

Κλείνοντας και χωρίς να κρύβω τη συγκίνησή μου, θέλω να επισημάνω ότι αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως τον Θανάση και τη Λήδα είναι το γεγονός ότι προσπάθησαν με βάση μια πολιτιστική επιλογή και ένα σαφές θεατρικό όραμα να αντιδράσουν στους ποικίλους συμβιβασμούς και κονφορμισμούς της εποχής τους.

Γιατί, ας μην γελιόμαστε. Στο βαθμό που κάποιος επιζητά μιαν υπέρβαση του υπάρχοντος, δύο βασικοί τρόποι μένουν για να παρέμβει στη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Ο πρώτος είναι να παρέμβει με τις όποιες δυνάμεις και δυνατότητες έχει κόντρα στο ρεύμα, προσπαθώντας να εξαντλήσει τα υποκειμενικά του όρια, με βάση την αντίληψη ότι «ο συγγραφέας είναι ένας δραματουργός που δεν ξεστρατίζει από το δρόμο του για να μαζέψει λουλουδάκια». Κι ο δεύτερος είναι, αγνοώντας την προτροπή του Μπαλζάκ να μαζεύει λουλουδάκια τα οποία μαραμένα – φευ – να μας τα εκθέτει στα θλιβερά βάζα του αριστεροδεξιού μεταπολιτευτικού κομφορμισμού.

Ο Θανάσης ανήκει στην πρώτη, δυστυχώς υπό εξαφάνισιν, σχολή. Γιατί ο Θανάσης υπήρξε έμπορος κακός. Δηλαδή αυθεντικός θεατράνθρωπος και όχι εμπορικός πλασιέ θεατρικού μόχθου. Αυτό είναι που επικαθόρισε εν πολλοίς την όλη του συμπεριφορά και σε αυτό επικεντρώνεται το όποιο του ήθος. Ο Θανάσης δεν προσπάθησε μέσω της όποιας δυνατότητας του έδινε η εξουσία ελέγχου ενός θιάσου να αναδείξει το ασήμαντο ή το μηδαμινό. Γι’ αυτό και πληρώνοντας μετρητοίς το τίμημα ανήκει στους λίγους, στους ελάχιστους, που όρθωσαν το πνεύμα της αντίστασης στην πολιτική και πολιτιστική ευτέλεια. Τόσο ο ίδιος όσο και η Λήδα αλλά και ο σκληρός πυρήνας των στενών του συνεργατών, πάλεψαν την άποψη ότι ο πολιτισμός δεν είναι απλά κρατικές παροχές ή διαφημιστικά τρικ, ότι ο θίασος που είναι συνδεδεμένος με την εθνική-λαϊκή ζωή, δεν είναι πλασιέ των όποιων αυτοχαρακτηριζόμενων πολιτιστικών προϊόντων, κάδος απορριμμάτων, αλλά αυθύπαρκτη και αυτοκίνητη εστία πολιτισμού.

Αυτό αποτελεί το κατά τη γνώμη μου ειδικό τους στίγμα και είναι αυτό που με κάνει να επαίρομαι, γιατί με θεωρούν κοινωνό του, συγκαταλέγοντας με στους στενούς φίλους και συντρόφους τους, που η σχέση τους κατακτήθηκε έξω από κάθε λογική δούναι και λαβείν, κόντρα στο ρεύμα.

 

Σας ευχαριστώ.

 

 

*Ο Λουκάς Αξελός είναι συγγραφέας και ποιητής. Διευθυντής των εκδόσεων ‘Στοχαστής’ και του περιοδικού ‘Τετράδια’.